Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τό ζήτημα έχει ως

  • 1 εξής

    1. επίρρ.:

    ως εξής — следующим образом;

    τό ζήτημα έχει ως εξής — дело обстоит следующим образом, так;

    καί οΰτω καθ' εξής — или καί τα εξής — и так далее;

    2. (ο, η, τό) άκλ.:

    τα εξής — следующее;

    οι εξής — следующие;

    εις το εξής — в дальнейшем, в будущем, впредь;

    από τώρα και εις το εξής — отныне и впредь, с этого времени;

    3. επίθ. άκλ. следующий; такой;

    προτείνω την εξής λύση — предлагать следующее (такое) решение;

    έχω την εξής γνώμη — иметь следующее мнение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξής

  • 2 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 3 γούστο

    τό
    1) прям., перен. вкус;

    ντύνομαι με γούστο — одеваться со вкусом, красиво;

    έχω καλό (κακό) γούστο — иметь хороший (плохой) вкус;

    2) удовольствие, веселье, хорошее настроение;

    κάνω γούστοнаслаждаться (чём-л.), находить удовольствие (в чём-л.);

    3) прихоть, каприз, причуда;

    του κάνει όλα τα γούστα — онв исполняет все его капризы; — она.потакает ему во всём;

    τό κάνω έτσι γιά ( — или γιά ένα) γούστο — делать что-л, для своего собственного удовольствия, из прихоти;

    § δεν ειναι τού γούστου μου — или δεν το κάνω γούστο — это мне не нравится; — это не в моём вкусе;

    ειναι ζήτημα γούστου — Зто дело вкуса;

    έχει γούστο να... ирон. — было бы забавно..., было

    бы здорово...;

    έχει πολύ γούστο αυτό το μωρό — это прелестный ребёнок;

    ο καθένας με τα γοδστα του погов, на вкус и на цвет товарища нет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γούστο

  • 4 второстепенный

    второстепенн||ый
    прил δευτερεύων, πού ἔχει δευτερεύουσα σημασία:
    \второстепенный вопрос τό δευτερεύον ζήτημα· \второстепенныйое дело τό πάρεργο· \второстепенныйые члены предложения грам. τά δευτερεύοντα μέλη τῆς πρότασης.

    Русско-новогреческий словарь > второстепенный

  • 5 неисследованный

    неисследованный
    прил ἀνερεύνητος, πού δέν ἔχει μελετηθεί / ἀνεξερεύνητος (о стране):
    \неисследованный вопрос ἀνερεύνητο ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > неисследованный

  • 6 оставить

    оставить
    сов, оставлять несов
    1. ἀφήνω:
    \оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·
    2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:
    \оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·
    3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:
    \оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·
    4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:
    \оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα!

    Русско-новогреческий словарь > оставить

  • 7 острый

    επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.
    1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•

    -ая игла το μυτερό βελόνι•

    -ое копь αιχμηρό ακόντιο•

    -меч αιχμηρό ξίφος•

    острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.

    2. ωοειδής•

    -ое лицо ωοειδές πρόσωπο.

    3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•

    -ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•

    -ое обояние οξεία όσφρηση•

    острый слух οξεία ακοή•

    острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.

    4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•

    острый запах δριμεία οσμή.

    || στυφός•

    -ая айва στυφό κιδώνι.

    5. αρμυρός, ξινός•

    -ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    острый перец καυτερό πιπέρι•

    -ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.

    6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•

    -ое словцо δηκτική λέξη•

    у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.

    7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•

    желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•

    -ая тоска μεγάλη θλίψη.

    8. (για ασθένειες) οξύς•

    острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•

    -ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    9. μτφ. επίμαχος•

    острый вопрос επίμαχο ζήτημα.

    || οξυμένος οξύς κρίσιμος•

    -ое положение οξυμένη κατάσταση•

    острый кризис οξεία κρίση•

    момент κρίσιμη στιγμή.

    ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).
    εκφρ.
    острый угол – οξεία γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > острый

  • 8 φαῦλος

    φαῦλος, η, ον, also ος, ον E.Hipp. 435, Fr.1083.9, Th.6.21: (cf. φλαῦρος):—
    A cheap, easy, slight, paltry, first found commonly in E., twicein Hdt.1.26, 126 ([comp] Comp., elsewh. φλαῦρος), six times in Democr., Fr.87, al., twice in S., Frr.41,771: Adv. φαύλως once in A.: A. Pers. 520.
    I of things, easy, slight,

    φ. ἀθλήσας πόνον E.Supp. 317

    ; φαυλότατον ἔργον ''tis as easy as lying', Ar.Eq. 213;

    φ. πρᾶγμα Id.Lys.14

    ;

    τὸ ζήτημα οὐ φ. Pl.R. 368c

    ;

    φ. ἐρώτημα Id.Phlb. 19a

    ;

    φαῦλον αὐτοῖς προστάξομεν Id.R. 423c

    : freq. with negat., οὐ φ., ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῦσαι ib. 527d;

    μάχη οὐ φ. Id.Tht. 179d

    ;

    οὐ φ. τέχνη Id.Sph. 223c

    ; οὔτοι βασιλέα φαῦλόν [ἐστι] κτανεῖν 'tis no slight matter to kill a king, E.El. 760; νυκτὸς γὰρ οὔτι φ. ἐμβαλεῖν στρατόν no easy matter, Id.Rh. 285;

    οὐ φ. πληγαί D.54.13

    ;

    φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν τὰ φαῦλα μείζω Men.497

    ; φαῦλα ἐπιφέρειν bring paltry charges, Hdt.1.26; τὰ φ. νικήσας ἔχω have gained petty victories, S.Fr.41 (wrongly glossed by μέγα in Phot., Suid., and EM789.43, cf. Hsch); σύμμαχον Τροίᾳ μολόντα Ῥῆσον οὐ φαύλῳ τρόπῳ, i. e. with no trivial force, E.Rh. 599;

    παρὰ φαῦλον ποιεῖσθαί τι D.H.Rh.4.2

    , cf. Lib.Or.14.26. Adv. -λως εὑρεῖν, τυχεῖν, Ar.Eq. 404 (troch.), 509 (anap.);

    φ. πάνυ Id.Lys. 566

    (anap.); φ. ἐκφυγεῖν to get off easily, Id.Ach. 215 (lyr.);

    φ. ἀποδράς Id.Th. 711

    (lyr.);

    φαυλότατα καὶ ῥᾷστα Id.Nu. 778

    ; οὔτι φαύλως ἦλθε with no trivial force, E.Ph. 112;

    φ. βοηθήσειν D.15.13

    ;

    φαύλως καὶ γλίσχρως παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2

    ; τὰς ἐλπίδας φ. ἔχειν to be slight, Hdn.1.3.1.
    2 simple, ordinary,

    δίαιτα Hp.Fract.36

    , Art.49, Eur.Fr.213.4;

    σῖτα καὶ ποτὰ φαυλότατα X.Mem.1.6.2

    , cf. Hp. Vict.3.68 ([comp] Comp.); but freq. with sense poor, indifferent,

    στρατιά Th.6.21

    ; ἀσπίδες, τείχισμα, παρασκευή, Id.4.9.115, 6.31;

    ἱμάτιον X.

    l. c. Adv.

    -λως, διατρίβειν ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 173c

    ;

    μὴ φ. μηδὲ ἰδιωτικῶς Id.Lg. 966e

    .
    3 mean, bad,

    πρῆξις Democr.177

    ;

    λόγοι E. Andr. 870

    ,

    ψόγος Id.Ph.94

    (perh. both in signf. 1.1 and in 1.3);

    οὐ φ. ὄψις Pl.R. 519a

    ;

    φ. δόξα D.24.205

    ;

    τὰ πράγματ' ἐστὶ φ. Id.19.30

    ;

    φαῦλα διαπεπραγμένος Philem.229

    ;

    ὁ φαῦλα πράττων Ev.Jo.3.20

    ;

    μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ φ. Ep.Rom.9.11

    ;

    τὸ φ.

    evil,

    E.IT 390

    ; τὰ φ., opp. τὰ ἀγαθά, X.Smp.4.47; τύχη φ., opp. ἀγαθή, Arist.Ph. 197a26, cf. Metaph. 1065a35;

    τὴν πόλιν μηθὲμ φ. παθεῖν OGI765.35

    ([place name] Priene); κομίσασθαι.. εἴτε ἀγαθὸν εἴτε φ., of rewards and punishments, 2 Ep.Cor.5.10;

    φ. μαίωσις Sor.2.17

    , cf. 1.91, al.
    II of persons, low in rank, mean, common, E.Fr. 688; οἱ φαυλότατοι the commonest sort (of soldiers), Th.7.77; [γάμος] ὁ ἐκ τῶν φαυλοτέρων, opp. ἐκ μειζόνων, X.Hier.1.27, cf. Pl.R. 475b; of outward looks,

    αἱ φαυλότεραι

    the plainer ones,

    Ar.Ec. 617

    , cf. 626 ([comp] Comp., both anap.).
    2 inefficient, bad,

    διδάσκαλος S.Fr.771.3

    ; τὸ φ. καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβές the inefficient, the middling, and the perfect, Th.6.18; φ. αὐλητής, opp. ἀγαθός, Pl.Prt. 327c;

    τοξότης Id.Tht. 194a

    ;

    οὐ δὲ φαύλων ἀνδρῶν οὐδὲ τῶν ἐπιτυχόντων Id.Cra. 390d

    ; opp. σπουδαῖος, Isoc.1.1, Pl.Lg. 757a, etc.; esp. in point of education and accomplishments, opp.

    σοφός, οἱ γὰρ ἐν σοφοῖς φαῦλοι παρ' ὄχλῳ μουσικώτεροι λέγειν E.Hipp. 989

    , cf. Ph. 496, Ion 834, Pl.Smp. 174c, Alc.1.129a;

    τὸ πλῆθος τὸ -ότερον E.Ba. 431

    (lyr.); οἱ -ότεροι, opp. to οἱ ξυνετώτεροι, Th.3.37; οἱ φαυλότεροι γνώμην ib.83;

    τὰ γράμματα φαῦλοι Pl.Phdr. 242c

    (so in Adv.,

    φαυλοτέρως πεπαιδευμένοι Id.Lg. 876d

    ); generally, inferior, Id.Grg. 483c: c. inf.,

    φαῦλοι μάχεσθαι E.IT 305

    ; φ. λέγειν, φ. διαλεχθῆναι, Pl.Tht. 181b, Prt. 336c: of animals,

    φ. κύων D.26.22

    ;

    φαυλότατοι ἵπποι X.Mem.4.1.3

    .
    3 careless, thoughtless, indifferent, E.Med. 807:—esp. in Adv., φαύλως ἐκρίνατε judged lightly, A.Pers. 520;

    φ. εὕδειν E.Rh. 769

    ;

    οὐχ ὧδε φ. Id. Ion 1546

    ;

    φ. παραινεῖν

    off-hand,

    Id.HF89

    ;

    λόγισαι φαύλως μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός

    off-hand, roughly,

    Ar.V. 656

    (anap.);

    φ. εἰπεῖν

    casually,

    Pl.R. 449c

    ; φ. φέρειν to bear lightly, E. IA 850, Ar.Av. 961.
    4 in good sense, simple, unaffected,

    φαῦλον, ἄκομψον, τὰ μέγιστ' ἀγαθόν E.Fr. 473

    (anap.), cf. D.L.3.63. Adv.

    -λως, παιδεύειν τινά

    by a very simple method,

    X.Oec.13.4

    ;

    φ. καὶ βραχέως ἀποκρίνασθαι Pl.Tht. 147c

    .
    5 of health, etc., φαύλως ἔχειν to be ill, Hp.Aph.2.32; φ. πράττειν to be in sorry plight, Men. Sam. 165;

    φ. ἔχει τὰ πράγματα D.10.3

    , al.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαῦλος

См. также в других словарях:

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικό ζήτημα — Τo σύνολο των θεμάτων που αφορούν την αγροτική πολιτική, κυρίως όμως τα προβλήματα που αφορούν την κατανομή της αγροτικής ιδιοκτησίας. Το βασικό χαρακτηριστικό του α.ζ. είναι η αποξένωση των αγροτών από την ιδιοκτησία της γης και η ανεπάρκεια του …   Dictionary of Greek

  • εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»